κομπολόγι

κομπολόγι
κομπολόγι, το και κομπολόι, το
μικρό σύνολο διάτρητων κόκκων από στερεά ύλη που συγκρατιούνται μεταξύ τους με νήμα και χρησιμεύουν για απασχόληση: Όλη την ημέρα κάθεται στο καφενείο και παίζει το κομπολόι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κομπολόγι — το βλ. κομπολόι …   Dictionary of Greek

  • κομπολογάκι — το (υποκορ. τού κομπολόγι) μικρό κομπολόγι («φτωχό κομπολογάκι μου, εσύ σαι το μεράκι μου») …   Dictionary of Greek

  • κομπολόι — και κομπολόγι και κομβολόγι(ον), το (Μ κομπολόγι και κομβολόγιον) νεοελλ. 1. χάντρες γυάλινες, μεταλλικές, ξύλινες ή κεχριμπαρένιες περασμένες σε κλωστή ή αλυσίδα, τής οποίας τα άκρα συνάπτονται με κόμπο 2. μτφ. διαδοχική σειρά πολλών συναφών ή… …   Dictionary of Greek

  • κοκκιάζω — (Μ κοκκιάζω) τοποθετώ το βέλος στο τόξο («και τη σαΐτα κόκκιασε... την ώρα εκείνη», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. δημιουργώ εντομές ή εσοχές ή, γενικά, διακριτικά σημεία σε ένα πράγμα για να τό αναγνωρίζω 2. περνώ σε νήμα διάτρητους κόκκους για να… …   Dictionary of Greek

  • ροζάριο(ν) — το, Ν 1. σειρά προσευχών τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας 2. το κομπολόγι που χρησιμοποιείται για την αρίθμηση τών προσευχών αυτών, αλλ. ροδάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rosarium, ii «ροδώνας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”