- κομπολόγι
- κομπολόγι, το και κομπολόι, τομικρό σύνολο διάτρητων κόκκων από στερεά ύλη που συγκρατιούνται μεταξύ τους με νήμα και χρησιμεύουν για απασχόληση: Όλη την ημέρα κάθεται στο καφενείο και παίζει το κομπολόι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.